- κάθησθε
- κάθημαιto be seatedperf ind mid 2nd plκαθίημιlet fallaor subj mid 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθῆσθε — κάθημαι to be seated plup ind mid 2nd pl καθίημι let fall aor subj act 2nd pl (epic) καθίημι let fall aor subj act 2nd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθῆσθ' — καθῆστο , κάθημαι to be seated plup ind mid 3rd sg καθῆσθε , κάθημαι to be seated plup ind mid 2nd pl καθῆσθαι , κάθημαι to be seated perf inf mid καθῆσθα , καθίημι let fall aor subj act 2nd sg (epic) καθῆσθα , καθίημι let fall aor subj act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθησθ' — κάθησται , κάθημαι to be seated perf ind mid 3rd sg κάθησθε , κάθημαι to be seated perf ind mid 2nd pl κάθησθε , καθίημι let fall aor subj mid 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… … Dictionary of Greek
χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] … Dictionary of Greek